- περίοικον
- περίοικοςdwelling roundmasc/fem acc sgπερίοικοςdwelling roundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίοικος — ο / περίοικος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοι α) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ. γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.) β) i) (στον… … Dictionary of Greek